1 Μετὰ τὸ πάντων κατανοῆσαι τὰς ῥάβδους τὸν ποιμένα λέγει μοι · Εἶπόν σοὶ , ὅτι τὸ δένδρον τοῦτο φιλόζωόν ἐστι βλέπεις φησί πόσοι μετενόησαν καὶ ἐσώθησαν ; βλέπεις , φησί , πόσοι μετενόησαν καὶ ἐσώθησαν ; Βλἐπω , φημί , κύριε . Ἵνα ἴδῃς , φησί , τὴν πολυευσπλαγχνίαν τοῦ κυρίου , ὅτι μεγάλη καὶ ἔνδοξός ἐστι , καὶ ἔδωκε πνεῦμα τοῖς ἀξίοις οὖσι μετανοίας . 2 Διατί οὖν , φημί , κύριε , πάντες οὐ μετενόησαν ; Ὧν εἶδε , φησί , τὴν καρδίαν μέλλουσαν καθαρὰν γενέσθαι καὶ δουλεύειν αὐτῷ ἐξ ὅλης καρδίας , τούτοις ἔδωκε τὴν μετάνοιαν · ὧν δὲ εἶδε τὴν δολιότητα καὶ πονηρίαν , μελλόντων ἐν ὑποκρίσει μετανοεῖν , ἐκείνοις οὐκ ἔδωκε μετάνοιαν , μήποτε πάλιν βεβηλώσωσι τὸ ὄνομα αὐτοῦ . 3 λέγω αὐτῷ · Κύριε , νῦν οὖν μοι δήλωσον τοὺς τὰς ῥάβδους ἐπιδεδωκότας , ποταπός τις αὐτῶν ἐστί , καὶ τὴν τούτων κατοικίαν , ἵνα ἀκούσαντες οἱ πιστεύσαντες καὶ εἰληφότες τὴν σφραγῖδα καὶ τεθλακότες αὐτὴν καὶ μὴ τηρήσαντες ὑγιῆ , ἐπιγνόντες τὰ ἑαυτῶν ἔργα μενανοήσωσι , λαβόντες ὑπὸ σοῦ σφραγῖδα , καὶ δοξάσωσι τὸν κύριον , ὅτι ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτοὺς καὶ ἀπέστειλέ σὲ τοῦ ἀνακαινίσαι τὰ πνεύματα αὐτῶν . 4 Ἄκουε , φησίν · ὧν αἱ ῥάβδοι ξηραὶ καὶ βεβρωμέναι ὑπὸ σητὸς εὑρέθησαν , οὗτοί εἰσιν οἱ ἀποστάται καὶ προδόται τῆς ἐκκλησίας καὶ βλασφημήσαντες ἐν ταῖς ἁμαρτίαις αὐτῶν τὸν κύριον , ἔτι δὲ καὶ ἐπαισχυνθεντες τὸ ὄνομα κυρίου τὸ ἐπικληθὲν ἐπ᾿ αὐτούς . οὗτοι οὖν εἰς τέλος ἀπώλοντο τῷ θεῷ . βλέπεις δέ , ὅτι οὐδὲ εἷς αὐτῶν μετενόησε , καίπερ ἀκούσαντες τὰ ῥήματα , ἃ ἐλάλησας αὐτοῖς , ἃ σοὶ ἐνετειλάμην · ἀπὸ τῶν τοιούτων ἡ ζωὴ ἀπέστη . 5 οἱ δὲ τὰς ξηρὰς καὶ ἀσήπτους ἐπιδεδωκότες , καὶ οὗτοι ἐγγὺς αὐτῶν · ἦσαν γὰρ ὑποκριταὶ καὶ διδαχὰς ξένας εἰσφέροντες καὶ ἐκστρέφοντες τοὺς δούλους τοῦ θεοῦ , μάλιστα δὲ τοὺς ἡμαρτηκότας , μὴ ἀφιέντες μετανοεῖν αὐτούς , ἀλλὰ ταῖς διδαχαῖς ταῖς μωραῖς πείθοντες αὐτούς . οὗτοι οὖν ἔχουσιν ἐλπίδα τοῦ μετανοῆσαι . 6 βλέπεις δὲ πολλοὺς ἐξ αὐτῶν καὶ μετανενοηκότας , Ἀφ᾿ ἧς ἐλάλησα αὐτοῖς τὰς ἐντολάς μου · καὶ ἔτι μετανοήσουσιν . ὅσοι δὲ οὐ μετανοήσουσιν , ἀπώλεσαν τὴν ζωὴν αὐτῶν . ὅσοι δὲ μετενόησαν ἐξ αὐτῶν , ἀγαθοὶ ἐγένοντο , καὶ ἐγένετο ἡ κατοικία αὐτῶν εἰς τὰ τείχη τὰ πρῶτα · τινὲς δὲ καὶ εἰς τὸν πύργον ἀνέβησαν . βλέπεις οὖν , φησίν , ὅτι ἡ μετάνοια τῶν ἁμαρτιῶν ζωὴν ἔχει , τὸ δὲ μὴ μετανοῆσαι θάνατον .