1 Καὶ μετὰ ἡμέρας ὀλίγας ἤλθομεν εἰς τὸν τόπον , καὶ ἐκάθισεν ὁ ποιμὴν εἰς τὸν τόπον τοῦ ἀγγέλου , κἀγὼ παρεστάθην αὐτῷ . καὶ λέγει μοι · Περίζωσαι ὠμόλινον καὶ διακόνει μοι . περιεζωσάμην ὠμόλινον ἐκ σάκκου γεγονὸς καθαρόν . 2 ἰδὼν δέ με περιεζωσμένον καὶ ἕτοιμον ὄντα τοῦ διακονεῖν αὐτῷ , Κάλει , φησί , τοὺς ἄνδρας , ὧν εἰσὶν αἱ ῥάβδοι πεφυτευμέναι , κατὰ τὸ τάγμα , ὥς τις ἔδωκε τὰς ῥάβδους . καὶ ἀπῆλθον εἰς τὸ πεδίον καὶ ἐκάλεσα πάντας · καὶ ἔστησαν πάντες τάγματα τάγματα . 3 λέγει αὐτοῖς · Ἕκαστος τὰς ἰδίας ῥάβδους ἐκτιλάτω καὶ φερέτω πρός με . 4 πρῶτοι ἐπέδωκαν οἱ τὰς ξηρὰς καὶ κεκομμένας ἐσχηκότες , καὶ ὡς αὗται εὑρέθησαν ξηραὶ καὶ κεκομμέναι , ἐκέλευσεν αὐτοὺς χωρὶς σταθῆναι . 5 εἶτα ἐπέδωκαν οἱ τὰς ξηρὰς καὶ μὴ κεκομμένας ἔχοντες · τινὲς δὲ ἐξ αὐτῶν ἐπέδωκαν τὰς ῥάβδους χλωράς , τινὲς δὲ ξηρὰς καὶ κεκομμένας ὡς ὑπὸ σητός . τοὺς ἐπιδεδωκότας οὖν χλωρὰς ἐκέλευσε χωρὶς σταθῆναι , τοὺς δὲ ξηρὰς καὶ κεκομμένας ἐπιδεδωκότας ἐκέλευσε μετὰ τῶν πρώτων σταθῆναι . 6 εἶτα ἐπέδωκαν οἱ τὰς ἡμιξήρους καὶ σχισμὰς ἐχούσας · καὶ πολλοὶ ἐξ αὐτῶν χλωρὰς ἐπέδωκαν καὶ μὴ ἐχούσας σχισμάς · τινὲς δὲ χλωρὰς καὶ παραφυάδας ἐχούσας καὶ εἰς τὰς παραφυάδας καρπούς , οἵους εἶχον οἱ εἰς τὸν πύργον πορευθέντες ἐστεφανωμένοι . τινὲς δὲ ἐπέδωκαν ξηρὰς καὶ βεβρωμένας , τινὲς δὲ ξηρὰς καὶ ἀβρώτους , τινὲς δὲ οἷαι ἦσαν ἡμίξηροι καὶ σχισμὰς ἔχουσαι . ἐκέλευσεν αὐτοὺς ἕνα ἕκαστον χωρὶς σταθῆναι , τοὺς μὲν πρὸς τὰ ἴδια τάγματα , τοὺς δὲ χωρίς .