1 Ηὐφράνθην , φημί , κύριε , ταύτην τὴν ἐπίλυσιν ἀκούσας . Ἄκουε νῦν , φησί · τὴν σάρκα σου ταύτην φύλασσε καθαρὰν καὶ ἀμίαντον , ἵνα τὸ πνεῦμα τὸ κατοικοῦν ἐν αὐτῇ ματυρήσῃ αὐτῇ καὶ δικαιωθῇ σου ἡ σάρξ . 2 βλέπε , μήποτε ἀναβῇ ἐπὶ τὴν καρδίαν σου τὴν σάρκα σου ταύτην φθαρτὴν εἶναι καὶ παραχρήσῃ αὐτῇ ἐν μιασμῷ τινί . ἐὰν μιάνῃς τὴν σάρκα σου , μιανεῖς καὶ τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον · ἐὰν δὲ μιάνῃς τὴν σάρκα , οὐ ζήσῃ . 3 Εἰ δέ τις , φημί , κύριε , γέγονεν ἄγνοια προτέρα , πρὶν ἀκουσθῆναι τὰ ῥήματα ταῦτα , πῶς σωθῇ ὁ ἄνθρωπος ὁ μιάνας τὴν σάρκα αὐτοῦ ; Περὶ τῶν προτέρων , φησίν , ἀγνοημάτων τῷ θεῷ μόνῳ δυνατὸν ἴασιν δοῦναι , αὐτοῦ γάρ ἐστι πᾶσα ἐξουσία , 4 ἐὰν τὸ λοιπὸν μὴ μιάνῃς σου τὴν σάρκα μηδὲ τὸ πνεῦμα · ἀμφότερα γὰρ κοινά ἐστι καὶ ἄτερ ἀλλήλων μιανθῆναι οὐ δύναται . ἀμφότερα οὖν καθαρὰ φύλασσε , καὶ ζήσῃ τῷ θεῷ .