1 Τῷ δὲ Πολυκάρπῳ εἰσιόντι εἰς τὸ στάδιον φωνὴ ἐξ οὐρανοῦ ἐγένετο · Ἴσχυε , Πολύκαρπε , καὶ ἀνδρίζου . καὶ τὸν μὲν εἰπόντα οὐδεὶς εἶδεν , τὴν δὲ φωνὴν τῶν ἡμετερων οἱ παρόντες ἤκουσαν . καὶ λοιπὸν προσαχθέντος αὐτοῦ , θόρυβος ἦν μέγας ἀκουσάντων , ὅτι Πολύκαρπος συνείληπται . 2 προσαχθέντα οὖν αὐτὸν ἀνηρώτα ὁ ἀνθύπατος , εἰ αὐτὸς εἴη Πολύκαρπος . τοῦ δὲ ὁμολογοῦντος , ἔπειθεν ἀρνεῖσθαι λέγων · Αἰδέσθητί σου τὴν ἡλικίαν , καὶ ἕτερα τούτοις ἀκόλουθα , ὡς ἔθος αὐτοῖς λέγειν · Ὄμοσον τὴν Καίσαρος τύχην , μετανόησον , εἶπον · Αἶρε τοὺς ἀθέους . ὁ δὲ Πολύκαρπος ἐμβριθεῖ τῷ προσώπῳ εἰς πάντα τὸν ὄχλον τὸν ἐν τῷ σταδίῳ ἀνόμων ἐθνῶν ἐμβλέψας καὶ ἐπισείσας αὐτοῖς τὴν χεῖρα , στενάξας τε καὶ ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εἶπεν · Αἶρε τοὺς ἀθέους . 3 ἐγκειμένου δὲ τοῦ ἀνθυπάτου καὶ λέγοντος · Ὄμοσον , καὶ ἀπολύω σὲ , λοιδόρησον τὸν Χριστόν , ἔφη ὁ Πολύκαρπος · Ὀγδοήκοντα καὶ ἓξ ἔτη δουλεύω αὐτῷ , καὶ οὐδέν με ἠδίκησεν · καὶ πῶς δύναμαι βλασφημῆσαι τὸν βασιλέα μου τὸν σώσαντά με ;