1 Ἡ δὲ τοῦ μέλανος ὁδός ἐστιν σκολιὰ καὶ κατάρας μεστή . ὁδὸς γάρ ἐστιν θανάτου αἰωνίου μετὰ τιμωρίας , ἐν ᾗ ἐστιν τὰ ἀπολλύντα τὴν ψυχὴν αὐτῶν · εἰδωλολατρεία , θρασύτης , ὕψος δυνάμεως , ὑπόκρισις , διπλοκαρδία , μοιχεία , φόνος , ἁρπαγή , ὑπερηφανία , παράβασις , δόλος , κακία , αὐθάδεια , φαρμακεία , μαγεία , πλεονεξία , ἀφοβία θεοῦ · 2 διῶκται τῶν ἀγαθῶν , μισοῦντες ἀλήθειαν , ἀγαπῶντες ψεῦδος , οὐ γινώσκοντες μισθὸν δικαιοσύνης , οὐ κολλώμενοι ἀγαθῷ , οὐ κρίσει δικαίᾳ , χήρᾳ καὶ ὀρφανῷ οὐ προσέχοντες , ἀγρυπνοῦντες οὐκ εἰς φόβον θεοῦ , ἀλλ᾿ ἐπὶ τὸ πονηρόν , ὧν μακρὰν καὶ πόρρω πραΰτης καὶ ὑπομονή , ἀγαπῶντες μάταια , διώκοντες ἀνταπόδομα , οὐκ ἐλεῶντες πτωχόν , οὐ πονοῦντες ἐπὶ καταπονουμένῳ , εὐχερεῖς ἐν καταλαλιᾷ , οὐ γινώσκοντες τὸν ποιήσαντα αὐτούς , φονεῖς τέκνων , φθορεῖς πλάσματος θεοῦ , ἀποστρεφόμενοι τὸν ἐνδεόμενον , καταπονοῦντες τὸν θλιβόμενον , πλουσίων παράκλητοι , πενήτων ἄνομοι κριταί , πανθαμάρτητοι .